λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
-όν, Αταὐτοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)-/ ταυτ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αὐτουργός].