ταυτουργός

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-όν, Α
ταὐτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)-/ ταυτ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αὐτουργός].