τείχιση

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek Monolingual

η / τείχισις, -ίσεως, ΝΜΑ τειχίζω
ανέγερση τείχους, οχύρωση.