τεθέαμαι

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de θεάομαι.

Russian (Dvoretsky)

τεθέᾱμαι: pf. к θεάομαι.