τειχομαχώ

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

τειχομαχῶ, -έω, ΝΜΑ
μάχομαι ως επιτιθέμενος ή ως αμυνόμενος στα τείχη
αρχ.
πολιορκώ («τειχομαχήσοντα τῷ Ἰλίῳ», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυμαχώ).