ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
[Seite 1084] vollkommen machend, Sp.
-όν, ΜΑ, και τελοποιός, -όν, Α
αυτός που κάνει τέλειο κάτι, που τελειοποιεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -ποιός].