τελειοποιός

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

German (Pape)

[Seite 1084] vollkommen machend, Sp.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και τελοποιός, -όν, Α
αυτός που κάνει τέλειο κάτι, που τελειοποιεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + -ποιός].