τελλινίδες

From LSJ

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια ελασματοβράγχιων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tellinidae (< tellina, βλ. λ. τελλίνη)].