τεμενουρός

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεμενουρός Medium diacritics: τεμενουρός Low diacritics: τεμενουρός Capitals: ΤΕΜΕΝΟΥΡΟΣ
Transliteration A: temenourós Transliteration B: temenouros Transliteration C: temenouros Beta Code: temenouro/s

English (LSJ)

ὁ, guardian of a, τέμενος, Ἑρμῆς Epigr.Gr.781.11 (Cnidus): τεμενωρός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τεμενουρός: ὁ, = τεμενωρός, Ἐπιτ. ἐν τῷ Newton’s Halic.

Greek Monolingual

και τεμενωρός, ὁ, Α
φύλακας τεμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμενος + -ουρός /-ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. κηπ-ουρός, θυρωρός].