τενθρηδονίδες

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, της οποίας τυπικός εκπρόσωπος είναι το γένος τενθρηδών.