εκπρόσωπος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
ο, η (Μ ἐκπρόσωπος, ο)
αυτός που εκπροσωπεί κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
αυτός που θεωρείται ότι προσωποποιεί, ότι εκφράζει χαρακτηριστικά ιδέες, ιδεολογία, έννοια, ύφος κ.λπ. («εκπρόσωπος του ρομαντισμού»).