εκπρόσωπος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ο, η (Μ ἐκπρόσωπος, ο)
αυτός που εκπροσωπεί κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
αυτός που θεωρείται ότι προσωποποιεί, ότι εκφράζει χαρακτηριστικά ιδέες, ιδεολογία, έννοια, ύφος κ.λπ. («εκπρόσωπος του ρομαντισμού»).