τερμέρειον

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Russian (Dvoretsky)

τερμέρειον: τό Anth. = Τερμέρειον κακόν (см. Τερμέρειος).