δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless
-η, -ο, Ν1. (για έντομα) ο τερμιτόφιλος2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόξενοιζωολ. οι τερμιτόφιλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τερμίτης + ξένος.