Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
-η, -ο, Νεντελώς ξανθός, κατάξανθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τετρ(α)- + ξανθός.