τετράξανθος

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
εντελώς ξανθός, κατάξανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τετρ(α)- + ξανθός.