τετράξανθος
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
εντελώς ξανθός, κατάξανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τετρ(α)- + ξανθός.
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
-η, -ο, Ν
εντελώς ξανθός, κατάξανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τετρ(α)- + ξανθός.