τετράπατος

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις ορόφους, τετραώροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πάτος.