τετράπλατος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πολύ πλατύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τετρ(α)- + πλατύς.