τετράχαλκον

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) νόμισμα αξίας τεσσάρων χαλκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χαλκός «χάλκινο νόμισμα»].