Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) νόμισμα αξίας τεσσάρων χαλκών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χαλκός «χάλκινο νόμισμα»].