τετραπύργιος

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πύργος (πρβλ. πενταπύργιον)].