τετρασέπαλος

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για άνθη και κάλυκες) αυτός που φέρει τέσσερα σέπαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σέπαλο].