τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
-η, -ο, Ν(για άνθη και κάλυκες) αυτός που φέρει τέσσερα σέπαλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σέπαλο].