τετρᾶχμον
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
v. τετράδραχμον.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾶχμον: τό, συντετμημένον ἀντὶ τετράδραχμον, ἔν τινι Βοιωτ. ἐπιγραφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 25 κἑξ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. τετράδραχμος.