τηλεβόλο

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. στρ. βαρύ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς
2. ναυτ. κοινή ονομασία καθενός από τα μεγάλα πυροβόλα πολεμικού πλοίου.