τιθαίνομαι

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιθαίνομαι Medium diacritics: τιθαίνομαι Low diacritics: τιθαίνομαι Capitals: ΤΙΘΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: tithaínomai Transliteration B: tithainomai Transliteration C: tithainomai Beta Code: tiqai/nomai

English (LSJ)

*τιθαίνομαι, [ῐ] v. τιθηνέω.

Russian (Dvoretsky)

τιθαίνομαι: вскармливать (Ἣραν ἐτιθήνατο Τηθύς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.

Greek Monolingual

Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].