τιμῇς

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

German (Pape)

[Seite 1115] zsgzgn aus τιμήεις, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

nomin. m. contr. de τιμήεις.

Greek Monolingual

ή τιμῇς, Α
(συνηρ. τ.) βλ. τιμήεις.

Greek Monotonic

τῑμῇς: συνηρ. αντί τιμήεις.

Russian (Dvoretsky)

τῑμῇς: стяж. к τιμήεις.