τιτανοθήριο
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
το, Ν
στον πληθ. τα τιτανοθήρια
(παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, οι εκπρόσωποι της οποίας εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του κατώτερου ηωκαίνου, και εξαπλώθηκαν ώς την Ασία, κατά τις αρχές του ολιγοκαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. titanotherium (< Τιτάν, -ᾶνος + θηρίο)].