ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ναυτός που φέρει τίτλο ευγενείας ή αξιώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + -ούχος (< έχω)].