τιτλούχος

From LSJ

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που φέρει τίτλο ευγενείας ή αξιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + -ούχος (< έχω)].