τοκώ

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α τόκος
είμαι ετοιμόγεννη.
(II)
-όω, Α τόκος
(κατά τον Φώτ.) «τοκούμενον
γεννώμενον, τικτόμενον».