τοξαιμία

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. η τοξιναιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tox(a)emia < tox- (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν + -(a)emia (< αἷμα)].