τοπομετεωρολογία

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) η μελέτη τών τοπικών μετεωρολογικών συνθηκών, όπως είναι οι τοπικές καταιγίδες, η θαλάσσια και η απόγεια αύρα, οι τοπικοί άνεμοι κ.ά., σε μια περιορισμένη σχετικά περιοχή.