τοποποιός
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
ὁ, Μ
τοποτηρητής, αναπληρωτής ηγουμένου ή επισκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ποιός].
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
ὁ, Μ
τοποτηρητής, αναπληρωτής ηγουμένου ή επισκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ποιός].