τοποποιός

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
τοποτηρητής, αναπληρωτής ηγουμένου ή επισκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ποιός].