τουρλί

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών του γένους λιμόζα από τα οποία τα είδη Limosa limosa, κν. οχθοτούρλι, και Limosa lapponica, κν. ακτοτούρλι, εμφανίζονται στην Ελλάδα ως χειμερινοί επισκέπτες.