ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
-ή, -ό, Ν τουρλώνω1. φουσκωτός, εξογκωμένος2. αυτός που προεξέχει. επίρρ...τουρλωτά Νμε τρόπο που να προεξέχει κάτι.