τουρλωτός

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν τουρλώνω
1. φουσκωτός, εξογκωμένος
2. αυτός που προεξέχει.
επίρρ...
τουρλωτά Ν
με τρόπο που να προεξέχει κάτι.