τρέμουλο

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ρίγος, σύγκρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tremulus «τρέμων»].