τρίσβαθος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. πολύ βαθύς, βαθύτατος (α. «στες τρίσβαθες σπηλιές τους», Κρυστάλλ.
β. «η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του», Σολωμ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το τρίσβαθο και τα τρίσβαθα
το πιο βαθύ και απόκρυφο μέρος («το 'χε θάψει στα τρίσβαθα της ψυχής του»).
επίρρ...
τρίσβαδα
βαθύτατα, σε αμέτρητο βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + βαθύς, κατά τα επίθ. σε -ος].