τραυλότητα

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

η / τραυλότης, -ητος, ΝΑ τραυλός
η ιδιότητα του τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός.