τραυλότητα

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

η / τραυλότης, -ητος, ΝΑ τραυλός
η ιδιότητα του τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός.