ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
οι, Νζωολ. οικογένεια σελάχιων ιχθύων, μικρών καρχαριών, με τυπικό το γένος τριάκις.