τριαύλαξ

From LSJ

Περὶ τῶν ἐν κεφαλῇ τρωμάτων → Wounds in the Head, On Head Wounds

Source

Greek Monolingual

-αύλακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τρεις αύλακες και τρεις προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. πολυαῦλαξ)].