τριβώνιο

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

το / τριβώνιον, ΝΑ τρίβων, -ωνος]
μικρός τρίβων, παλαιό και φτωχό ιμάτιο.