τριοξείδιο
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
το, Ν
χημ.
χημική ένωση, οξείδιο του οποίου το μόριο περιέχει τρία άτομα οξυγόνου, στο μόριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγ. trioxide < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + oxide (βλ. λ. οξείδιο). Η λ., στον λόγιο τ. τριοξείδιον, μαρτυρείται από το 1884 στον Τηλέμ. Κομνηνό].