τριπλή
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Α
(ως επίρρ.) βλ. τριπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τριπλῆ του επίθ. τριπλοῦς, -ῆ, -οῦν].