στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Νεπιφών. τρεις φορές αλί.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι + αλί].