τρισκόταδο

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

το, Ν
πολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι- + σκοτάδι].