τριφαής

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek (Liddell-Scott)

τρῐφαής: -ές, τριπλοῦν ἐκπέμπων φῶς, τριλαμπής, Συνεσίου Ὕμν. 2. 26.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που εκπέμπει τριπλό φως, που έχει τριπλή αίγλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ἑπταφαής].

German (Pape)

ές, in dreifachem Lichte, Sp.