τριχόομαι

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monotonic

τριχόομαι: (θρίξ, τριχός), Παθ., έχω τρίχες, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχόομαι: обрастать волосами: τ. τὸ γένειον Arst. обрастать бородой.

Middle Liddell

τριχόομαι, θρίξ, τριχός
Pass. to be furnished with hair, Arist.