τροπαιούχος
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
Greek Monolingual
-α, -ο / τροπαιοῦχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που έχει τρόπαια, νικητής, θριαμβευτής
μσν.
προσωνυμία Βυζαντινών αυτοκρατόρων
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο έχουν ανεγερθεί τρόπαια («Ζεὺς τροπαιοῦχος», Αριστοτ.)
2. προσωνυμία Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπαιον + -οῦχος].