τρύγηση

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

η / τρύγησις, -ήσεως, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια του τρυγώ, συγκομιδή, συλλογή καρπών.