τρύγηση

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

η / τρύγησις, -ήσεως, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια του τρυγώ, συγκομιδή, συλλογή καρπών.