τρύγηση

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

η / τρύγησις, -ήσεως, ΝΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια του τρυγώ, συγκομιδή, συλλογή καρπών.