οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
και τσύγγλα, η, Νσιδερένιος πήχυς μεταβλητού μήκους, με τον οποίο συγκρατείται και από τις δύο μεριές η ούγια πανιού που υφαίνεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. ξύγγλα].