τσίγκος

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

και τζίγκος, ο, και ζίγκος, Ν
κοινή ονομασία του ψευδαργύρου καθώς και ορισμένων ενώσεών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zinco < γερμ. Ζινκ].