Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσακιστός

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν τσακίζω
1. τσακισμένος, κοπανιστός («τσακιστές ελιές»)
2. διπλωμένος
3. το θηλ. ως ουσ. η τσακιστή
ναυτ. α) η δηκτή
β) ο ποδόδεσμος
4. φρ. α) «δεν έχω πεντάρα τσακιστή» ή, απλώς, «δεν έχω τσακιστή» — δεν έχω καθόλου χρήματα
β) «δεν δίνω πεντάρα τσακιστή» — δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου.